αγχιμαχητής

αγχιμαχητής
ἀγχιμαχητής, ο (Α)
(μόνο στον πληθ.) οἱ ἀγχιμαχηταί, αυτοί που μάχονται σώμα με σώμα, εκ τού πλησίον (πρβλ. ἀγχέμαχος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μαχητής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀγχιμαχητής — ἀγχέμαχητος masc nom sg ἀγχιμαχητής masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • ἀγχιμαχηταί — ἀγχέμαχητος masc nom/voc pl ἀγχιμαχητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”